ληστήρ

ληστήρ
λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)
1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)
2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα -τήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λῃστήρ — ληιστήρ masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρ' — ληιστῆρα , ληιστήρ masc acc sg ληιστῆρι , ληιστήρ masc dat sg ληιστῆρε , ληιστήρ masc nom/voc/acc dual ληιστῆρα , λῃστήρ robber masc acc sg ληιστῆρι , λῃστήρ robber masc dat sg ληιστῆρε , λῃστήρ robber masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — ληϊστήρ, ῆρος, ὁ (Α) βλ. ληστήρ …   Dictionary of Greek

  • ληιστῆρας — ληιστήρ masc acc pl λῃστήρ robber masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρες — ληιστήρ masc nom/voc pl λῃστήρ robber masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσι — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστῆρσιν — ληιστήρ masc dat pl λῃστήρ robber masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρ — masc nom sg λῃστήρ robber masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστήρων — ληιστήρ masc gen pl λῃστήρ robber masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστῆρα — ληιστήρ masc acc sg λῃστήρ robber masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”