- ληστήρ
- λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)2. πειρατικός («λῄστειρα ναῡς», Αιλιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. τού λεία) + επίθημα -τήρ].
Dictionary of Greek. 2013.